Le droit pénal ou droit criminel est la branche du droit qui détermine des comportements antisociaux (les infractions), et prévoit la réaction de la société envers ces comportements, le plus souvent sous forme d'une peine pénale. |
Ο ποινικός κώδικας ή ποινικό δίκαιο θεωρείται ο κλάδος του δικαίου ο οποίος καθορίζει τις αντικοινωνικές συμπεριφορές (παραβάσεις) και προβλέπει την αντίδραση της κοινωνίας απέναντι σε αυτές τις συμπεριφορές, συνήθως υπό την μορφή ποινικής κυρώσεως. |
Le droit pénal concerne le rapport entre la société en général et un individu. |
Ο ποινικός κώδικας αφορά στη σχέση μεταξύ της κοινωνίας εν γένει και ενός ιδιώτη. |
Il est souvent opposé au droit civil, qui concerne les rapports entre deux personnes morales ou physiques. |
Αντιτίθεται συχνά στο αστικό δίκαιο, το οποίο αφορά στις σχέσεις μεταξύ δύο νομικών ή φυσικών προσώπων. |
Il s'articule avec les règles de procédure pénale, qui fixent le cadre juridique que doivent respecter l'enquête, la poursuite et le jugement visant une personne soupçonnée d'avoir commis une infraction. |
Συνδέεται με τους κανόνες της ποινικής δικονομίας, οι οποίοι καθορίζουν το νομικό πλαίσιο το οποίο oφείλει να σέβεται τη διερεύνηση, τη δίωξη και την εκδίκαση ενός προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη κάποιας παράβασης. |
D'un point de vue juridique, le droit pénal est fréquemment divisé en deux grands ensembles : |
Από νομικής απόψεως, ο ποινικός κώδικας διαιρείται συνήθως σε δύο κύρια μέρη: |
Le droit pénal général, qui précise les conditions générales d'incrimination et de fixation des peines, réservées au pouvoir législatif ou réglementaire. |
Το γενικό μέρος, προσδιορίζει τις γενικές συνθήκες ποινικοποίησης και τον καθορισμό των ποινών, τα οποία υπόκεινται στη νομοθετική ή κανονιστική εξουσία. |
Le droit pénal spécial, qui établit un catalogue de comportements incriminés : les infractions. |
Το ειδικό μέρος, συντάσσει έναν κατάλογο κωδίκων συμπεριφορών: τις παραβάσεις. |