Die Medizin (von lateinisch ars medicinae, „ärztliche Kunst“ die „Heilkunde“) ist die Lehre von der Vorbeugung, Erkennung und Behandlung von Krankheiten und Verletzungen bei Menschen und Tieren. |
Η Ιατρική (από τα λατινικά ars medicinae, "Ιατρική Τέχνη" η "Ιατρική επιστήμη") είναι η επιστήμη της πρόληψης, της αναγνώρισης και της θεραπείας ασθενειών και τραυματισμών ανθρώπων και ζώων. |
Sie wird von Ärzten, von den Angehörigen weiterer anerkannter Heilberufe, und von anderen Therapeuten wie den in Deutschland zugelassenen Heilpraktikern ausgeübt mit dem Ziel, die Gesundheit der Patienten wiederherzustellen oder zu erhalten. |
Εξασκείται από Ιατρούς, από αναγνωρισμένους επαγγελματίες άλλων ιατρικών επαγγελμάτων και από άλλους θεραπευτές, όπως τους εγκεκριμένους στη Γερμανία πρακτικούς θεραπευτές, με στόχο την αποκατάσταση και την διατήρηση της υγείας των ασθενών. |
Zum Bereich der Medizin gehören neben der Humanmedizin die Zahnmedizin, die Veterinärmedizin (Tierheilkunde/Tiermedizin), in einem weiteren Verständnis auch die Phytomedizin (Bekämpfung von Pflanzenkrankheiten und Schädlingen). |
Στον τομέα της ιατρικής ανήκουν εκτός από την ιατρική για ανθρώπους, και η οδοντιατρική, η κτηνιατρική επιστήμη, σε μια ευρύτερη έννοια επίσης και η φυτιατρική (καταπολέμηση φυτικών νόσων και φυτικά παράσιτα).
|
In diesem umfassenden Sinn ist Medizin die Lehre vom gesunden und kranken Lebewesen. |
Υπό την ευρεία έννοια η ιατρική είναι η επιστήμη του υγιούς και ασθενούς ζωντανού οργανισμού. |
Die Kulturgeschichte kennt eine große Zahl von unterschiedlichen medizinischen Lehrgebäuden, beginnend mit den Ärzteschulen im europäischen und asiatischen Altertum, bis hin zur modernen Vielfalt von wissenschaftlichen und alternativen Angeboten. |
Η πολιτισμική ιστορία γνωρίζει έναν μεγάλο αριθμό διαφόρων ιατρικών σχολών, ξεκινώντας με τις ιατρικές σχολές στην ευρωπαϊκή και ασιατική αρχαιότητα έως την σύγχρονη ποικιλομορφία των επιστιμονικών και εναλλακτικών προσφορών. |
Die Medizin umfasst auch die anwendungsbezogene Forschung ihrer Vertreter zur Beschaffenheit und Funktion des menschlichen (Humanmedizin von lateinisch humanus) und tierischen Körpers (Veterinärmedizin) in gesundem und krankem Zustand, mit der sie ihre Diagnosen und Therapien verbessern will. |
Η ιατρική περιστοιχίζει και την εξατομικευμένη έρευνα των αντιπροσώπων της για την ποιότητα και την λειτουργικότητα του ανθρώπινου (ιατρική για ανθρώπους από τα λατινικά humanus) και του ζωϊκού σώματος (κτηνιατρική) σε υγειή και ασθενή κατάσταση, με την οποία θέλει να βελτιώσει τις διαγνώσεις και της θεραπείες της. |
Die wissenschaftliche Medizin bedient sich dabei der Grundlagen, die Physik, Chemie, Biologie und Psychologie erarbeitet haben. |
Η επιστημονική ιατρική εφαρμόζει έτσι τη βάση, την οποία ανέπτυξε η φυσική, η χημεία, η βιολογία και η φυσιολογία. |